έξωθι

έξωθι
επίρρ. снаружи, вне

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "έξωθι" в других словарях:

  • έξωθι — ἔξωθι (Μ) έξω από («ἔξωθι τοῡ ναοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + θι (κατάληξη δηλωτική τής εν τόπῳ στάσεως, πρβλ. αυτό θι] …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»